- ἀναιρεθέντων
- ἀναιρέωtake upaor part pass masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
ИОСИФ АНАЛИТИН — [греч. ᾿Ιωσὴφ ὁ ᾿Ηλέσιος, ὁ Αἰλήσιος] († IV в.), прп. Раифский (пам. 14 янв.). Об И. А. упоминается в Слове мон. Аммония о Синайских и Раифских преподобномучениках (BHG, N 1300). Прозвище он получил по месту происхождения (г. Айла, ныне Эйлат,… … Православная энциклопедия